θεμιστοπόλος — ministering law and right masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλος — ο ο υπηρέτης της Θέμιδας (της δικαιοσύνης), δικηγόρος, νομικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεμιστοπόλον — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem acc sg θεμιστοπόλος ministering law and right neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλοι — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλοιο — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλοις — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλου — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλους — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστοπόλων — θεμιστοπόλος ministering law and right masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek